Оглядач грецькою
Переклад: оглядач, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παρατηρητής, αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: оглядач
оглядач це, оглядач преси, оглядач гто, оглядач новини, оглядач на телебаченні, оглядач мовний словник грецька, оглядач грецькою
Переклади
- огляд грецькою - ανασκόπηση, διεργασία, μελέτη, εξέταση, πανόραμα, έρευνα, αναζήτηση, ...
- оглядати грецькою - έρευνα, ανασκόπηση, μελέτη, εξετάζω, κάνω, θέα, άποψη, ...
- оглянутий грецькою - τηλεθεατής, εξετάστηκαν, εξέτασε, εξετάστηκε, εξετάζονται, εξετάζεται
- огненний грецькою - παθιασμένος, φλογερός, η φωτιά, η πυρκαγιά, τη φωτιά, την πυρκαγιά, το πυρ
Випадкові слова
Оглядач грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παρατηρητής, αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο
Переклади: παρατηρητής, αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο