Одностайно грецькою
Переклад: одностайно, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ομόφωνα, ομοθυμαδόν, με μια συμφωνία, προσκαρτερούσαν με μια, με μια ψυχή, ως μια ψυχή
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: одностайно
одностайно синонім, одностайно чи одноголосно, одностайно це, одноголосно одностайно, одностайно мовний словник грецька, одностайно грецькою
Переклади
- однорідність грецькою - ομοιομορφία, ομοιομορφίας, ομοιογένεια, την ομοιομορφία, η ομοιομορφία
- одностайний грецькою - ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία
- одностайність грецькою - συναίνεση, ομοφωνία, ομοφωνίας, ομόφωνα, της ομοφωνίας, η ομοφωνία
- односторонньо грецькою - όψης, μονόπλευρη, όψεων, όψεως, πλευρών
Випадкові слова
Одностайно грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ομόφωνα, ομοθυμαδόν, με μια συμφωνία, προσκαρτερούσαν με μια, με μια ψυχή, ως μια ψυχή
Переклади: ομόφωνα, ομοθυμαδόν, με μια συμφωνία, προσκαρτερούσαν με μια, με μια ψυχή, ως μια ψυχή