Одяг грецькою
Переклад: одяг, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ντύνω, κουρασμένος, φόρεμα, ρούχο, ρούχα, ντύνομαι, εξαντλημένος, ρουχισμός, ενδύματα, ένδυσης, ειδών ένδυσης, είδη ένδυσης, τα είδη ένδυσης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: одяг
одяг для дівчат, одяг для новонароджених, одяг з китаю, одяг інтернет магазин, одяг для немовлят львів, одяг мовний словник грецька, одяг грецькою
Переклади
- одухотвореність грецькою - πνευματικότητα, πνευματικότητας, την πνευματικότητα, η πνευματικότητα, της πνευματικότητας
- одушевляти грецькою - ανεπίσημος, odushevlyaty
- одягання грецькою - συνήθεια, έξη, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος
- одягнений грецькою - ντυμένος, ντυμένοι, δέψη
Випадкові слова
Одяг грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ντύνω, κουρασμένος, φόρεμα, ρούχο, ρούχα, ντύνομαι, εξαντλημένος, ρουχισμός, ενδύματα, ένδυσης, ειδών ένδυσης, είδη ένδυσης, τα είδη ένδυσης
Переклади: ντύνω, κουρασμένος, φόρεμα, ρούχο, ρούχα, ντύνομαι, εξαντλημένος, ρουχισμός, ενδύματα, ένδυσης, ειδών ένδυσης, είδη ένδυσης, τα είδη ένδυσης