Оманливий грецькою
Переклад: оманливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
καλλιεργημένος, σοφιστικέ, εξεζητημένος, παραπλανητική, παραπλανητικές, παραπλανητικά, παραπλανητικό, παραπλανητικών
Інші мови
Споріднені слова: оманливий
оманливий попит, оманливий попит це, оманливий мовний словник грецька, оманливий грецькою
Переклади
- оліїстий грецькою - ελαιώδης, ελαιούχο, ελαιώδεις, ελαιούχων, ελαιούχα
- омана грецькою - παρέκκλιση, λάθος, ξεγελώ, παρεκτροπή, τρικ, κόλπο, αυταπάτη, ...
- оманний грецькою - δόλιος, απατηλός, παραπλανητική, παραπλανητικές, παραπλανητικά, παραπλανητικό, παραπλανητικών
- оминати грецькою - αποφεύγω, παράκαμψης, παράκαμψη, bypass, παρακάμψεως, παρακαμπτήριο
Випадкові слова
Оманливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: καλλιεργημένος, σοφιστικέ, εξεζητημένος, παραπλανητική, παραπλανητικές, παραπλανητικά, παραπλανητικό, παραπλανητικών
Переклади: καλλιεργημένος, σοφιστικέ, εξεζητημένος, παραπλανητική, παραπλανητικές, παραπλανητικά, παραπλανητικό, παραπλανητικών