Оновлювати грецькою
Переклад: оновлювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανακαίνιση, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: оновлювати
оновлювати мовний словник грецька, оновлювати грецькою
Переклади
- оновити грецькою - ανανεώσιμος, φρεσκάρω, ανανέωσης, Ανανέωση, Refresh, Επικοινωνία Refresh
- оновлення грецькою - αναβαθμίζω, ανανέωση, ανανέωσης, την ανανέωση, ανανέωσή, ανανεώσεως
- онімілий грецькою - χαζός, ναρκωμένος, άφωνος, άναυδος, μουδιασμένος, χαύνος, μουγγός, ...
- оніміння грецькою - νάρκη, λήθαργο, αποχαύνωσης, μούδιασμα, torpor
Випадкові слова
Оновлювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανακαίνιση, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης
Переклади: ανακαίνιση, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης