Онімілий грецькою
Переклад: онімілий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
χαζός, ναρκωμένος, άφωνος, άναυδος, μουδιασμένος, χαύνος, μουγγός, εμβρόντητος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: онімілий
онімілий мовний словник грецька, онімілий грецькою
Переклади
- оновлення грецькою - αναβαθμίζω, ανανέωση, ανανέωσης, την ανανέωση, ανανέωσή, ανανεώσεως
- оновлювати грецькою - ανακαίνιση, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης
- оніміння грецькою - νάρκη, λήθαργο, αποχαύνωσης, μούδιασμα, torpor
- оп'яняючий грецькою - op'yanyayuchyy
Випадкові слова
Онімілий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: χαζός, ναρκωμένος, άφωνος, άναυδος, μουδιασμένος, χαύνος, μουγγός, εμβρόντητος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν
Переклади: χαζός, ναρκωμένος, άφωνος, άναυδος, μουδιασμένος, χαύνος, μουγγός, εμβρόντητος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν