Опротестовувати грецькою
Переклад: опротестовувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διαμαρτυρόμενος, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση, διαμαρτυρίες
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: опротестовувати
опротестовувати мовний словник грецька, опротестовувати грецькою
Переклади
- оприлюднити грецькою - αποκαλύπτω, δημοσιεύω, διαδίδω, εκδίδει, δημοσιεύσει, εκδίδει τις
- опришкуватий грецькою - εμπαθής, βιαστικός, φλογερός, παθιασμένος, εσπευσμένος, opryshkuvatyy
- оптик грецькою - οπτικός, οπτικών ειδών, οπτικών, οπτικό, οπτικού
- оптика грецькою - οπτική, οπτικών, οπτικά, οπτικές, οπτικής
Випадкові слова
Опротестовувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διαμαρτυρόμενος, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση, διαμαρτυρίες
Переклади: διαμαρτυρόμενος, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση, διαμαρτυρίες