Опікати грецькою
Переклад: опікати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, ζεματίζω, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: опікати
опікати мовний словник грецька, опікати грецькою
Переклади
- опік грецькою - ζεματίζω, καψαλίζω, καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, ...
- опіка грецькою - πτέρυγα, Ward, θάλαμο, θάλαμος, πτέρυγας
- опікувати грецькою - υποστηρίζω, πατρονάρει, συγκαταβατικά, είμαι πελάτης, πατρονάρουμε
- опікун грецькою - δάσκαλος, διαχειριστής, θεματοφύλακας, κηδεμόνας, φύλακας, κηδεμόνα, θεματοφύλακα
Випадкові слова
Опікати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, ζεματίζω, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει
Переклади: τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, ζεματίζω, αναλάβει τη φροντίδα, φροντίσει, να φροντίσει, ασχοληθούν, να φροντίζει