Осміяння грецькою
Переклад: осміяння, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
χλευασμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: осміяння
осміяння мовний словник грецька, осміяння грецькою
Переклади
- осмос грецькою - ώσμωση, όσμωσης, όσμωση, ώσμωσης, οσμώσεως
- осміювати грецькою - τύπος, παιδί, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
- оснастка грецькою - δεξιός, δικαίωμα, σωστός, συνημμένα, συνημμένων, εξαρτήματα, τα συνημμένα, ...
- оснащення грецькою - δεξιός, εξοπλισμός, έπιπλα, δικαίωμα, σωστός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, ...
Випадкові слова
Осміяння грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: χλευασμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό
Переклади: χλευασμός, γελοιοποίηση, εμπαιγμού, εμπαιγμό, η γελοιοποίηση, τον εμπαιγμό