Основний грецькою
Переклад: основний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τελικός, θεμελιώδης, απώτατος, ύστατος, έσχατος, καρδινάλιος, ουσιώδης, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: основний
основний інстинкт, основний капітал банку, основний об'єкт програми microsoft power point, основний інстинкт онлайн, основний капітал підприємства, основний мовний словник грецька, основний грецькою
Переклади
- основа грецькою - θεμέλιο, βάθρο, ευτελής, ίδρυση, ίδρυμα, βάση, βάσει, ...
- основи грецькою - θεμέλια, βάσεις, ιδρύματα, ιδρυμάτων, θεμελίων
- основної грецькою - τελικός, ύστατος, απώτατος, έσχατος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, ...
- основній грецькою - κύριος, συνδετήρας, βασικός, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
Випадкові слова
Основний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τελικός, θεμελιώδης, απώτατος, ύστατος, έσχατος, καρδινάλιος, ουσιώδης, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Переклади: τελικός, θεμελιώδης, απώτατος, ύστατος, έσχατος, καρδινάλιος, ουσιώδης, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια