Осоружний грецькою
Переклад: осоружний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αποτροπιαστικός, απεχθής, μισητός, μισητό, απεχθές, μισητή, περιέχον μίσος
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: осоружний
осоружний значення слова, осоружний це, осоружний словник, антонио осоружний, осоружний мовний словник грецька, осоружний грецькою
Переклади
- особовий грецькою - ταυτότητα, προσωπικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
- особу грецькою - εντολή, επιστάτης, θυρωρός, καταπατητής, παραβάτης, διαπραγματευτής, εργαζόμενος, ...
- оспорювати грецькою - πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
- ост грецькою - διάρθρωση, δομή, πλαισίωση, σκελετός, ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ...
Випадкові слова
Осоружний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αποτροπιαστικός, απεχθής, μισητός, μισητό, απεχθές, μισητή, περιέχον μίσος
Переклади: αποτροπιαστικός, απεχθής, μισητός, μισητό, απεχθές, μισητή, περιέχον μίσος