Оспорювати грецькою
Переклад: оспорювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Інші мови
Споріднені слова: оспорювати
оспорювати мовний словник грецька, оспорювати грецькою
Переклади
- особу грецькою - εντολή, επιστάτης, θυρωρός, καταπατητής, παραβάτης, διαπραγματευτής, εργαζόμενος, ...
- осоружний грецькою - αποτροπιαστικός, απεχθής, μισητός, μισητό, απεχθές, μισητή, περιέχον μίσος
- ост грецькою - διάρθρωση, δομή, πλαισίωση, σκελετός, ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ...
- оставляти грецькою - συγχωρώ, συγχωρήσει, συγχωρεί, συγχωρήσω, συγχωρέσει
Випадкові слова
Оспорювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για
Переклади: πρόκληση, πρόκλησης, την πρόκληση, πρόκληση που, πρόκληση για