Остов грецькою
Переклад: остов, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ψοφίμι, σκελετός, κουφάρι, δομή, διάρθρωση, πλαισίωση, σκελετό, σκελετού, του σκελετού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: остов
остов графа, остров це, остов пчелиных сот 6 букв, остов здания, остров донецк, остов мовний словник грецька, остов грецькою
Переклади
- остачу грецькою - αποσύρομαι, παραιτούμαι, υπολείμματα, κατάλοιπα, υπολειμμάτων, καταλοίπων, τα κατάλοιπα
- остереження грецькою - παραίνεση, προληπτικός, παρακολουθώ, οθόνη, νουθεσία, συμβουλή, τη νουθεσία, ...
- остовпіння грецькою - κατάπληξη, αδράνεια, αποχαύνωση, αποβλάκωση, νάρκη, εμβροντησία, λήθαργος, ...
- осторога грецькою - διάκριση, εχεμύθεια, διακριτικότητα, περίσκεψη, προειδοποίηση, προειδοποίησης, προειδοποιητικό, ...
Випадкові слова
Остов грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ψοφίμι, σκελετός, κουφάρι, δομή, διάρθρωση, πλαισίωση, σκελετό, σκελετού, του σκελετού
Переклади: ψοφίμι, σκελετός, κουφάρι, δομή, διάρθρωση, πλαισίωση, σκελετό, σκελετού, του σκελετού