Остовпіння грецькою
Переклад: остовпіння, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κατάπληξη, αδράνεια, αποχαύνωση, αποβλάκωση, νάρκη, εμβροντησία, λήθαργος, λήθαργο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: остовпіння
остовпіння мовний словник грецька, остовпіння грецькою
Переклади
- остереження грецькою - παραίνεση, προληπτικός, παρακολουθώ, οθόνη, νουθεσία, συμβουλή, τη νουθεσία, ...
- остов грецькою - ψοφίμι, σκελετός, κουφάρι, δομή, διάρθρωση, πλαισίωση, σκελετό, ...
- осторога грецькою - διάκριση, εχεμύθεια, διακριτικότητα, περίσκεψη, προειδοποίηση, προειδοποίησης, προειδοποιητικό, ...
- осторонь грецькою - χωριστά, κατά μέρος, καλλιέργειας, μέρος, άκρη, αναιρέσει
Випадкові слова
Остовпіння грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κατάπληξη, αδράνεια, αποχαύνωση, αποβλάκωση, νάρκη, εμβροντησία, λήθαργος, λήθαργο
Переклади: κατάπληξη, αδράνεια, αποχαύνωση, αποβλάκωση, νάρκη, εμβροντησία, λήθαργος, λήθαργο