Оточувати грецькою
Переклад: оточувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
περικυκλώνω, πολιορκώ, πλαισιώνω, πλαισίωση, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: оточувати
оточувати синонім, оточувати мовний словник грецька, оточувати грецькою
Переклади
- оточення грецькою - περίχωρα, πλαισίωση, περικυκλώνω, πλαισιώνω, ακολουθία, γύρω, περιβάλλον, ...
- оточити грецькою - πολιορκώ, περικυκλώνω, πλαισιώνω, πλαισίωση, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, ...
- оточіть грецькою - περικλείω, πλαισιώνω, περικυκλώνω, πολιορκώ, πλαισίωση, εσωκλείω, surround, ...
- отримання грецькою - παραλήπτης, λήψη, παραλαβή, λαμβάνει, τη λήψη, λαμβάνουν
Випадкові слова
Оточувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: περικυκλώνω, πολιορκώ, πλαισιώνω, πλαισίωση, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου
Переклади: περικυκλώνω, πολιορκώ, πλαισιώνω, πλαισίωση, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου