Охоплювати грецькою
Переклад: охоплювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ξεπερνώ, αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, προσπερνώ, διαπερνώ, σπιθαμή, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: охоплювати
охоплювати синоніми, охоплювати синонім, охоплювати посаду, охоплювати мовний словник грецька, охоплювати грецькою
Переклади
- охопити грецькою - κατάσχω, περιλαμβάνω, ξεπερνώ, αγκαλιάζω, αγκάλιασμα, καταλαμβάνω, προσπερνώ, ...
- охоплення грецькою - περιστατικό, κατανόηση, κάλυψη, επεισόδιο, κάλυψης, την κάλυψη, η κάλυψη, ...
- охорона грецькою - περιφρουρώ, φύλαξη, κηδεμονία, αντίκρισμα, ασφάλεια, κατοχυρώνω, κράτηση, ...
- охоронець грецькою - κηδεμόνας, επιστάτης, θυρωρός, φύλακας, θεματοφύλακας, κηδεμόνα, θεματοφύλακα
Випадкові слова
Охоплювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ξεπερνώ, αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, προσπερνώ, διαπερνώ, σπιθαμή, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Переклади: ξεπερνώ, αγκάλιασμα, αγκαλιάζω, προσπερνώ, διαπερνώ, σπιθαμή, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης