Парламентер грецькою
Переклад: парламентер, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κοινοβουλευτικός, διαπραγματευτής, των Διαπραγματεύσεων, της Διαπραγματευτικής, Διαπραγματευτικής, διαπραγματευτής της
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: парламентер
парламентер синонимы, парламентер значение слова, парламентер в стане невесты, парламентер по нашенски, парламентер определение, парламентер мовний словник грецька, парламентер грецькою
Переклади
- парламентар грецькою - κοινοβουλευτικός, MP, βουλευτής, ΜΡ, βουλευτή, πολλαπλών χρήσεων
- парламентарій грецькою - βουλευτής, κοινοβουλευτικό, βουλευτή, κοινοβουλευτικός, βουλευτικής
- парламентський грецькою - κοινοβουλευτικός, κοινοβουλευτική, κοινοβουλευτικής, κοινοβουλευτικές, κοινοβουλευτικών
- паровоз грецькою - μηχανή, κινητήρας, κινητήρα, του κινητήρα, κινητήρων
Випадкові слова
Парламентер грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κοινοβουλευτικός, διαπραγματευτής, των Διαπραγματεύσεων, της Διαπραγματευτικής, Διαπραγματευτικής, διαπραγματευτής της
Переклади: κοινοβουλευτικός, διαπραγματευτής, των Διαπραγματεύσεων, της Διαπραγματευτικής, Διαπραγματευτικής, διαπραγματευτής της