Паруючий грецькою
Переклад: паруючий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μηχανάκι, ατμό, στον ατμό, ατμοποίησης, μαγείρεμα στον ατμό, βράσιμο στον ατμό
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: паруючий
паруючий мовний словник грецька, паруючий грецькою
Переклади
- парубійко грецькою - κοτόπουλο, βλασφημώ, βλασφημία, cuss, συζητή- σουμε
- парус грецькою - πλέω, πανί, ιστίο, ιστίου, πανιά, πανιού
- парфумерія грецькою - Αρώματα, αρωμάτων, τα αρώματα, Perfumes, καλλυντικά
- парфуми грецькою - άρωμα, μυρωδιά, ευωδία, οσμή, οινοπνευματώδη, πνεύματα, οινοπνευματώδη ποτά, ...
Випадкові слова
Паруючий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μηχανάκι, ατμό, στον ατμό, ατμοποίησης, μαγείρεμα στον ατμό, βράσιμο στον ατμό
Переклади: μηχανάκι, ατμό, στον ατμό, ατμοποίησης, μαγείρεμα στον ατμό, βράσιμο στον ατμό