Певність грецькою
Переклад: певність, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας
Інші мови
Споріднені слова: певність
правова певність, певність мовний словник грецька, певність грецькою
Переклади
- певний грецькою - βέβαιος, οριστικός, ακριβώς, σίγουρος, σαφής, ορισμένες, ορισμένα, ...
- певно грецькою - φαινομενικά, κατάλληλος, επιρρεπής, πιθανώς, πιθανότατα, ίσως, πιθανόν, ...
- педагог грецькою - δάσκαλος, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, καθηγητής, εκπαιδευτικός
- педагогіка грецькою - παιδαγωγία, παιδαγωγική, παιδαγωγικής, την παιδαγωγική, η παιδαγωγική
Випадкові слова
Певність грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας
Переклади: αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας