Первинний грецькою
Переклад: первинний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κυρίως, τελικός, έσχατος, άβυσσος, απώτατος, ύστατος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: первинний
первинний ключ, первинний облік фінансових результатів, первинний туберкульоз, первинний документ, первинний ринок цінних паперів, первинний мовний словник грецька, первинний грецькою
Переклади
- пер грецькою - περιεργάζομαι, ομότιμος, όμοιος, Lane, Λωρίδα, Διαδρομή, Η λωρίδα, ...
- пера грецькою - πάπλωμα, φτερό, φτερά, φτερών, πουπουλένια, από φτερά
- первинність грецькою - προήγηση, Η προτεραιότητά, προτεραιότητά, πρώτος όρος αναλογίας
- первородство грецькою - προϊστορικός, πρωτοτοκία, πρωτογένειας, πρωτογένεια, της πρωτογένειας, πρωτότοκου υιού
Випадкові слова
Первинний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κυρίως, τελικός, έσχατος, άβυσσος, απώτατος, ύστατος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Переклади: κυρίως, τελικός, έσχατος, άβυσσος, απώτατος, ύστατος, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια