Переважити грецькою
Переклад: переважити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υπερβαίνω, ξεπερνώ, ανατρέψει την, να ανατρέψει την, γείρει η, ανατροπή του, να γείρει η
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: переважити
переважити мовний словник грецька, переважити грецькою
Переклади
- переважаючий грецькою - υπεκφεύγω, ανώτερος, επικρατούσες, που επικρατούν, επικρατούν, επικρατούσα, επικρατεί
- переваження грецькою - perevazhennya
- переважний грецькою - υπερισχύω, επικρατώ, ανώτερος, υπεκφεύγω, επικρατών, επικρατέστερος, κυρίαρχο, ...
- переважте грецькою - υπερακοντίζω, πρόθεση, διαπρέπω, Παράκαμψη, παράκαμψης, Υπέρβαση, Override, ...
Випадкові слова
Переважити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υπερβαίνω, ξεπερνώ, ανατρέψει την, να ανατρέψει την, γείρει η, ανατροπή του, να γείρει η
Переклади: υπερβαίνω, ξεπερνώ, ανατρέψει την, να ανατρέψει την, γείρει η, ανατροπή του, να γείρει η