Перевищити грецькою

Переклад: перевищити, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Перевищити грецькою
Інші мови

Споріднені слова: перевищити

перевищити мовний словник грецька, перевищити грецькою

Переклади

  • перевиробництво грецькою - υπερπαραγωγή, υπερπαραγωγής, η υπερπαραγωγή, την υπερπαραγωγή, της υπερπαραγωγής
  • перевиховувати грецькою - αποκατάσταση, επανεκπαιδεύσω, επανεκπαιδεύσουμε, επανεκπαιδεύσει, αναμόρφωσή, αναμόρφωσή τους
  • перевищувати грецькою - περνώ, ξεπερνώ, υπερακοντίζω, υπερβαίνω, πρόθεση, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, ...
  • перевод грецькою - αποστάτης, μετάφραση, Μεταφραστική, Μετάφρασης, Μεταφραστικού, Μεταφραστικό
Випадкові слова
Перевищити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το