Перекривати грецькою
Переклад: перекривати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γεφυρώνω, γέφυρα, σπιθαμή, επικαλύπτω, συμπίπτω, επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, επικάλυψης, αλληλοεπικάλυψη, αλληλεπικάλυψης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: перекривати
перекривати мовний словник грецька, перекривати грецькою
Переклади
- переконувати грецькою - διαπληκτίζομαι, επιχειρηματολογώ, παραινώ, αποτρέπω, παρακινώ, μεταπείθω, φέρνω, ...
- перекочування грецькою - κολοκύθι, κολοκύθα, τροχαίο, κύλισης, κυλιόμενο, έλασης, κυλιόμενου
- перекрити грецькою - αλυσίδα, καδένα, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
- перекриття грецькою - ταβάνι, επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, επικάλυψης, αλληλοεπικάλυψη, αλληλεπικάλυψης
Випадкові слова
Перекривати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γεφυρώνω, γέφυρα, σπιθαμή, επικαλύπτω, συμπίπτω, επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, επικάλυψης, αλληλοεπικάλυψη, αλληλεπικάλυψης
Переклади: γεφυρώνω, γέφυρα, σπιθαμή, επικαλύπτω, συμπίπτω, επικάλυψη, αλληλεπικάλυψη, επικάλυψης, αλληλοεπικάλυψη, αλληλεπικάλυψης