Перемежовувати грецькою
Переклад: перемежовувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
στίξη, παρεμβάλλω φύλλα μεταξύ των σελίδων, διεμπλέκει, διεμπλέκονται, επικαλύψουμε, αλληλένθεση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: перемежовувати
перемежовувати мовний словник грецька, перемежовувати грецькою
Переклади
- перемагати грецькою - σκορ, χτυπώ, εικοσαριά, ξεπερνώ, δέρνω, νικώ, σκοράρω, ...
- переманювати грецькою - δελεάζω, παρασύρω, δελεάσει, προσελκύσουν, προσελκύσει, δελεάσουν, δελεάσει τους
- перемир'я грецькою - ανακωχή, εκεχειρία, εκεχειρίας, ανακωχής, την εκεχειρία
- перемичка грецькою - γέφυρα, γεφυρώνω, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
Випадкові слова
Перемежовувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: στίξη, παρεμβάλλω φύλλα μεταξύ των σελίδων, διεμπλέκει, διεμπλέκονται, επικαλύψουμε, αλληλένθεση
Переклади: στίξη, παρεμβάλλω φύλλα μεταξύ των σελίδων, διεμπλέκει, διεμπλέκονται, επικαλύψουμε, αλληλένθεση