Переобладнати грецькою
Переклад: переобладнати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: переобладнати
переобладнати автомобіль, переобладнати бус, переобладнати мотоблок, переобладнати авто в бердичеві, переобладнати мотоблок на трактор, переобладнати мовний словник грецька, переобладнати грецькою
Переклади
- перенісся грецькою - γεφυρώνω, γέφυρα, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
- переобладнання грецькою - αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, μετατροπή, μετατροπής, τη μετατροπή, μετατροπής που, η μετατροπή
- переобладнувати грецькою - αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, επιδιορθώνω, ανακαινίζω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων
- переобтяжений грецькою - άφθονος, μεθύστακας, υπερφορτωμένο, υπερφορτωθεί, υπερφορτωμένη, υπερφορτωμένοι, υπερφόρτωση
Випадкові слова
Переобладнати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
Переклади: αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή