Переобладнувати грецькою
Переклад: переобладнувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, επιδιορθώνω, ανακαινίζω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: переобладнувати
переобладнувати мовний словник грецька, переобладнувати грецькою
Переклади
- переобладнання грецькою - αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, μετατροπή, μετατροπής, τη μετατροπή, μετατροπής που, η μετατροπή
- переобладнати грецькою - αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
- переобтяжений грецькою - άφθονος, μεθύστακας, υπερφορτωμένο, υπερφορτωθεί, υπερφορτωμένη, υπερφορτωμένοι, υπερφόρτωση
- переобтяжити грецькою - επιβαρυνθούν υπέρμετρα, την υπερφόρτωση των, επιβαρυνθούν υπερβολικά, να επιβαρυνθούν υπερβολικά, να επιβαρύνονται υπερβολικά
Випадкові слова
Переобладнувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, επιδιορθώνω, ανακαινίζω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων
Переклади: αντανακλώ, αντικατοπτρίζω, επιδιορθώνω, ανακαινίζω, ανακαινίζουν, επαναχρησιμοποίηση των, επαναχρησιμοποίηση των προϊόντων