Переоцінювати грецькою
Переклад: переоцінювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υπερεκτιμώ, επαναξιολογήσει, επανεκτιμήσει, επανεκτιμήσουν, να επανεκτιμήσει, επανεκτιμηθεί
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: переоцінювати
переоцінювати мовний словник грецька, переоцінювати грецькою
Переклади
- переоцінити грецькою - υπερεκτιμώ, επαναπροσδιορίσει, επαναπροσδιορίσουμε, επαναπροσδιορίσουν, επαναπροσδιορισμό, τον επαναπροσδιορισμό
- переоцінка грецькою - ανακαινίζω, επανεκτίμηση, ανατίμηση, αναπροσαρμογής, αναπροσαρμογή, επανεκτίμησης
- переоцініть грецькою - υπερεκτίμησης, υπερεκτιμημένες, υπερτιμημένες, υπερεκτίμησης της, υπερτιμηθείσες
- перепели грецькою - γραφικός, παράξενος, ορτύκι, ορτύκια, ορτυκιού, ορτυκιών, τα ορτύκια
Випадкові слова
Переоцінювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υπερεκτιμώ, επαναξιολογήσει, επανεκτιμήσει, επανεκτιμήσουν, να επανεκτιμήσει, επανεκτιμηθεί
Переклади: υπερεκτιμώ, επαναξιολογήσει, επανεκτιμήσει, επανεκτιμήσουν, να επανεκτιμήσει, επανεκτιμηθεί