Перетворений грецькою
Переклад: перетворений, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αναμορφωμένη, αναμορφώθηκε, μεταρρυθμιστεί, μεταρρυθμισμένη, αναμορφωθεί
Інші мови
Споріднені слова: перетворений
перетворений мовний словник грецька, перетворений грецькою
Переклади
- пересікати грецькою - πλεύση, οδοιπορία, πιάτο, διάβαση, διασταύρωση, διέλευσης, διέλευση, ...
- пересічний грецькою - συμβατικός, μέσος όρος, μέσος, μέσο όρο, μέση, μέσο
- перетворення грецькою - μεταμόρφωση, αναμόρφωση, μετατρέπω, μετατροπή, μετατροπής, τη μετατροπή, μετατροπής που, ...
- перетворити грецькою - μετουσιώνω, μετατρέπω, μεταβάλλω, σειρά, στροφή, τη σειρά, σειρά του, ...
Випадкові слова
Перетворений грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αναμορφωμένη, αναμορφώθηκε, μεταρρυθμιστεί, μεταρρυθμισμένη, αναμορφωθεί
Переклади: αναμορφωμένη, αναμορφώθηκε, μεταρρυθμιστεί, μεταρρυθμισμένη, αναμορφωθεί