Перешкодити грецькою
Переклад: перешкодити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κωλυσιεργώ, παρακώλυση, παρακωλύω, ένσταση, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: перешкодити
перешкодити мовний словник грецька, перешкодити грецькою
Переклади
- перешкоджати грецькою - κωλυσιεργώ, παρακωλύω, αντίσταση, αποθαρρύνω, παρακώλυση, αντοχή, πρόληψη, ...
- перешкоджаючий грецькою - αφιλόξενος, αποφρακτική, αποφρακτικής, αποφρακτικές, αποφρακτικών, αποφρακτικού
- перешкоду грецькою - μειονέκτημα, φράγμα, εμπόδιο, φραγμού, φραγμό, φράγματος
- перешкодьте грецькою - μειονέκτημα, χάντικαπ, μειονεκτήματος, αναπηρία, αναπηρίας
Випадкові слова
Перешкодити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κωλυσιεργώ, παρακώλυση, παρακωλύω, ένσταση, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Переклади: κωλυσιεργώ, παρακώλυση, παρακωλύω, ένσταση, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει