Пика грецькою
Переклад: пика, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πρόσωπο, αντιμετωπίζω, κύρος, αντικρίζω, φυσιογνωμία, φυσιογνωμίας, τη φυσιογνωμία, την φυσιογνωμία, της φυσιογνωμία
Інші мови
Споріднені слова: пика
пика болезнь, пика репер, пика широка засмалена на сонці, пика рэп, пика таун, пика мовний словник грецька, пика грецькою
Переклади
- пивоваріння грецькою - ζυθοποιία, ζυθοποιίας, παρασκευής, βρασμού, της ζυθοποιίας
- пиж грецькою - στουπί, πώμα, wad, τολύπη, τολύπης
- пил грецькою - σκόνη, σκόνης, τη σκόνη, της σκόνης, σκόνες
- пила грецькою - πριόνι, πριονίζω, είδα, πριονιού, είδε, αλυσοπρίονο, του πριονιού
Випадкові слова
Пика грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πρόσωπο, αντιμετωπίζω, κύρος, αντικρίζω, φυσιογνωμία, φυσιογνωμίας, τη φυσιογνωμία, την φυσιογνωμία, της φυσιογνωμία
Переклади: πρόσωπο, αντιμετωπίζω, κύρος, αντικρίζω, φυσιογνωμία, φυσιογνωμίας, τη φυσιογνωμία, την φυσιογνωμία, της φυσιογνωμία