Пиха грецькою
Переклад: пиха, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αλαζονεία, υπεροψία, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
Інші мови
Споріднені слова: пиха
пыха это, пиха вікіпедія, пиха бич, пиха перевод, пиха на русском, пиха мовний словник грецька, пиха грецькою
Переклади
- пити грецькою - πίνω, ποτό, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού
- питущий грецькою - μεθυσμένος, οινώδης, οινικής, οινικής προέλευσης, οινικής προελεύσεως, οινικής προελεύσεως που βρίσκονται
- пихатий грецькою - καμαρωτός, υπερόπτης, κινητός, υπεροπτικός, υπερήφανα, αλαζονικός, αλαζόνας, ...
- пихатість грецькою - φούσκωμα, μεγαληγορία, μεγαλοστομία, στόμφο, τον στόμφο, στόμφος
Випадкові слова
Пиха грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αλαζονεία, υπεροψία, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
Переклади: αλαζονεία, υπεροψία, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία