Плідний грецькою
Переклад: плідний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ενθουσιώδης, διαχυτικός, εθελοντικά, καρποφόρος, εκουσίως, γόνιμος, εκούσια, παραγωγικός, γόνιμη, εποικοδομητική, καρποφόρα, καρποφόρες
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: плідний
плідний період онтогенезу це, плідний плин, плідний період розвитку людини, плідний слиз, плідний період у жінки, плідний мовний словник грецька, плідний грецькою
Переклади
- плівка грецькою - κηλίδα, έργο, ταινία, φάκελος, φιλμ, μεμβράνη, μεμβράνης, ...
- плід грецькою - καρπός, φρούτο, φρούτα, φρούτων, καρπούς
- плідність грецькою - ευγονία, ευφορία, γονιμότητα, γονιμότης, τη γονιμότητα, στην παραγωγικότητα
- плісняви грецькою - καλούπι, μούχλα, καλουπιού, μήτρας, μήτρα
Випадкові слова
Плідний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ενθουσιώδης, διαχυτικός, εθελοντικά, καρποφόρος, εκουσίως, γόνιμος, εκούσια, παραγωγικός, γόνιμη, εποικοδομητική, καρποφόρα, καρποφόρες
Переклади: ενθουσιώδης, διαχυτικός, εθελοντικά, καρποφόρος, εκουσίως, γόνιμος, εκούσια, παραγωγικός, γόνιμη, εποικοδομητική, καρποφόρα, καρποφόρες