Побити грецькою
Переклад: побити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κομματιάζω, συντρίβω, διάλλειμα, θρυμματίζω, διάλειμμα, σπάζω, κάλτσα, ήττα, αντεπίθεση, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: побити
побити фразеологізм, побити дзеркало, побити камъни, побити горщики, побити глеки, побити мовний словник грецька, побити грецькою
Переклади
- побережжі грецькою - ακτή, ακτής, ακτές, ακτών, παράλια
- побиватися грецькою - θρηνώ, θλίβομαι, αξιοθρήνητος, πενθώ, ρίξει, να ρίξει, υπόστεγο, ...
- побитим грецькою - φασόλι, ξυλοδαρμό, ξυλοκοπήθηκε, χτυπημένο, χτυπημένα, ηττηθεί
- поблажливий грецькою - καλοκάγαθος, καλοήθης, ήπιος, επιεικής, συγχωρεί, να συγχωρεί, συγχωρώντας, ...
Випадкові слова
Побити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κομματιάζω, συντρίβω, διάλλειμα, θρυμματίζω, διάλειμμα, σπάζω, κάλτσα, ήττα, αντεπίθεση, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει
Переклади: κομματιάζω, συντρίβω, διάλλειμα, θρυμματίζω, διάλειμμα, σπάζω, κάλτσα, ήττα, αντεπίθεση, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει