Побільшення грецькою
Переклад: побільшення, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ενίσχυση, φλεγμονή, ενοχοποιώ, πρήξιμο, μεγέθυνση, διευρυμένη, διευρυμένης, μεγενθυμένη, διευρυμένο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: побільшення
побільшення мовний словник грецька, побільшення грецькою
Переклади
- побудувати грецькою - μπόι, χτίζω, κορμοστασιά, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, ...
- побілка грецькою - περιορίζω, ασβεστώνω, ασβεστόνερο, ασβέστη, συγκάλυψη, κιμωλία
- побічний грецькою - τυχαίος, παρείσακτος, εγγύηση, ασφάλειας, ασφάλεια, ασφαλειών, εξασφαλίσεων
- пов'язаний грецькою - συναφή, συναφείς, σχετικών, σχετικές, συναφών
Випадкові слова
Побільшення грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ενίσχυση, φλεγμονή, ενοχοποιώ, πρήξιμο, μεγέθυνση, διευρυμένη, διευρυμένης, μεγενθυμένη, διευρυμένο
Переклади: ενίσχυση, φλεγμονή, ενοχοποιώ, πρήξιμο, μεγέθυνση, διευρυμένη, διευρυμένης, μεγενθυμένη, διευρυμένο