Повзати грецькою
Переклад: повзати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
σύρσιμο, μπουσουλάω, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: повзати
вчимося повзати, повзати англійською, навчити повзати, повзати мовний словник грецька, повзати грецькою
Переклади
- повз грецькою - παρελθόν, περασμένος, με, από, κατά, από την, του
- повзання грецькою - σύρομαι, μπουσουλάω, σύρσιμο, σέρνεται, crawling, ανίχνευση, την ανίχνευση, ...
- повзун грецькою - πτερύγιο, ανεμοδείκτης, μπράτσο, βραχίονα, βραχίονας, χέρι, σκέλος
- повзучий грецькою - υφέρπουσα, σέρνεται, ανοδική πορεία, διαρροής, ανοδική
Випадкові слова
Повзати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: σύρσιμο, μπουσουλάω, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε
Переклади: σύρσιμο, μπουσουλάω, σύρομαι, ερπυσμός, ερπυσμού, ερπυσμό, ολίσθησης, ερπυσμού σε