Повний грецькою
Переклад: повний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ολόκληρος, τρομερός, ολοκληρώνω, αρκετός, γεμάτος, τελειοποιώ, έσχατος, κατάφορτος, άφθονος, ολικός, φοβερός, περατώνω, πλήρης, αγχωμένος, απόλυτος, μεστός, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: повний
повний привід, повний місяць у травні 2014, повний синтаксичний розбір речення, повний гімн україни, повний пансіон, повний мовний словник грецька, повний грецькою
Переклади
- повинний грецькою - πρέπει, θα πρέπει να, θα πρέπει, πρέπει να, έπρεπε
- повна грецькою - γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
- повно грецькою - ικανοποιητικά, πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη
- повновагий грецькою - pukka
Випадкові слова
Повний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ολόκληρος, τρομερός, ολοκληρώνω, αρκετός, γεμάτος, τελειοποιώ, έσχατος, κατάφορτος, άφθονος, ολικός, φοβερός, περατώνω, πλήρης, αγχωμένος, απόλυτος, μεστός, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Переклади: ολόκληρος, τρομερός, ολοκληρώνω, αρκετός, γεμάτος, τελειοποιώ, έσχατος, κατάφορτος, άφθονος, ολικός, φοβερός, περατώνω, πλήρης, αγχωμένος, απόλυτος, μεστός, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες