Повстання грецькою
Переклад: повстання, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ξέσπασμα, εκδήλωση, επαναστατικός, εξέγερση, αηδιαστικός, στασιαστικός, έκρηξη, ανταρσία, επανάσταση, εξέγερσης, επανάστασης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: повстання
повстання спартака, повстання іхетуанів, повстання тайпінів, повстання косинського, повстання сипаїв, повстання мовний словник грецька, повстання грецькою
Переклади
- повставати грецькою - αηδιαστικός, επαναστατικός, επαναστάτης, αντάρτης, ανταρτών, των ανταρτών, επαναστάτη
- повсталий грецькою - αντάρτης, στασιαστής, ανταρτών, των ανταρτών, εξεγερμένων
- повстати грецькою - επαναστατικός, αηδιαστικός, επανάσταση, εξέγερση, εξέγερσης, επανάστασης, στάση
- повсть грецькою - τσόχα, ένιωθα, αισθανόμουν, ένιωσα, αισθάνθηκε, αισθητή, αισθητές
Випадкові слова
Повстання грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ξέσπασμα, εκδήλωση, επαναστατικός, εξέγερση, αηδιαστικός, στασιαστικός, έκρηξη, ανταρσία, επανάσταση, εξέγερσης, επανάστασης
Переклади: ξέσπασμα, εκδήλωση, επαναστατικός, εξέγερση, αηδιαστικός, στασιαστικός, έκρηξη, ανταρσία, επανάσταση, εξέγερσης, επανάστασης