Повторюваний грецькою
Переклад: повторюваний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επαναλαμβανόμενα, επαναλαμβανόμενες, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβανόμενο, επαναλαμβανόμενων
Інші мови
Споріднені слова: повторюваний
повторюваний злочин, повторюваний сполучник і, повторюваний сполучник, повторюваний мовний словник грецька, повторюваний грецькою
Переклади
- повторити грецькою - επαναλαμβανόμενος, αλλεπάλληλος, επαναλαμβάνω, Επαναλάβετε, Επαναλάβετε τα, επανάληψη, επανάληψης
- повторний грецькою - φτάνω, δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
- повторювання грецькою - αντικαθιστώ, καλάμι, επαναλαμβάνοντας, επανάληψη, επαναλαμβανόμενες, την επανάληψη, επαναλαμβανόμενων
- повторювати грецькою - αλλεπάλληλος, επαναλαμβανόμενος, επαναλαμβάνω, Επαναλάβετε, Επαναλάβετε τα, επανάληψη, επανάληψης
Випадкові слова
Повторюваний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επαναλαμβανόμενα, επαναλαμβανόμενες, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβανόμενο, επαναλαμβανόμενων
Переклади: επαναλαμβανόμενα, επαναλαμβανόμενες, επαναλαμβανόμενη, επαναλαμβανόμενο, επαναλαμβανόμενων