Поглибитися грецькою
Переклад: поглибитися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
απορροφώ, απασχολώ, εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: поглибитися
поглибитися мовний словник грецька, поглибитися грецькою
Переклади
- погибельний грецькою - καταστροφικός, επιβλαβής, επιβλαβών, επιβλαβείς, επιβλαβή, βλαβερών
- погладити грецькою - θωπεύω, κτύπημα, αποπληξία, χτύπημα, προσβολή, εγκεφαλικό επεισόδιο
- поглиблення грецькою - ύφεση, κατάθλιψη, εμβάθυνση, την εμβάθυνση, εμβάθυνσης, εμβάθυνση της, εμβάθυνση των
- поглиблювати грецькою - εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει
Випадкові слова
Поглибитися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: απορροφώ, απασχολώ, εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει
Переклади: απορροφώ, απασχολώ, εμβαθύνουν, εμβαθύνει, να εμβαθύνουν, την εμβάθυνση, να εμβαθύνει