Подавець грецькою
Переклад: подавець, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αιτών, φορέας, κομιστής, παρουσιαστής, παρουσιαστή, παρουσιάστρια, παρουσιαστής του, ο παρουσιαστής
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: подавець
продавець чека, подавець мовний словник грецька, подавець грецькою
Переклади
- погіршується грецькою - λατρεία, λατρεύω, χειρότερος, χειρότερα, χειρότερη, χειρότερο, χειρότερες
- подавати грецькою - υπηρετώ, παραδίδομαι, υποστηρίζω, υποτάσσομαι, υποβάλλω, παρέχουν, παρέχει, ...
- подавити грецькою - καταπνίγω, αποκρύπτω, καταστέλλω, να καταστείλει, να καταστείλουν, για να καταστείλουν, για να καταστείλει, ...
- подагра грецькою - ποδάγρα, αρθρίτιδα, ουρική αρθρίτιδα, ουρικής αρθρίτιδας, της ουρικής αρθρίτιδας
Випадкові слова
Подавець грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αιτών, φορέας, κομιστής, παρουσιαστής, παρουσιαστή, παρουσιάστρια, παρουσιαστής του, ο παρουσιαστής
Переклади: αιτών, φορέας, κομιστής, παρουσιαστής, παρουσιαστή, παρουσιάστρια, παρουσιαστής του, ο παρουσιαστής