Податливий грецькою
Переклад: податливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ευπρόσιτος, εύπλαστος, όλκιμο, όλκιμος, όλκιμου, ο όλκιμος
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: податливий
податливий мовний словник грецька, податливий грецькою
Переклади
- подати грецькою - δίνω, παραδίνω, υποβάλουν, να υποβάλουν, υποβάλλουν, υποβάλλει, υποβάλει
- податковий грецькою - προβληματίζω, φόρος, φορολογώ, φόρου, φόρο, φορολογικών, φορολογική
- податливість грецькою - ελαστικός, συμμόρφωση, ελατότης, σφυρηλατήσιμο, ευπλαστότητας, μαλακτότητας, μαλακτότητα
- податок грецькою - απαιτούμενος, πρέπων, συμβολή, φόρος, συνεισφορά, φορολογώ, προβληματίζω, ...
Випадкові слова
Податливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ευπρόσιτος, εύπλαστος, όλκιμο, όλκιμος, όλκιμου, ο όλκιμος
Переклади: ευπρόσιτος, εύπλαστος, όλκιμο, όλκιμος, όλκιμου, ο όλκιμος