Позбавте грецькою
Переклад: позбавте, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Інші мови
Споріднені слова: позбавте
позбавте мовний словник грецька, позбавте грецькою
Переклади
- позбавлення грецькою - στέρηση, οξύτητα, δριμύτητα, κακουχία, στέρησης, στερητική, στερήσεις, ...
- позбавляти грецькою - αποταμιεύω, αποστερώ, εκτός, αποκρούω, αλλοτριώνω, συντομεύω, διασώζω, ...
- позбуватися грецькою - ξεφορτώνω, αδειάζω, αποφεύγω, αποκρούω, Parry, απόκρουση, αποκρούσει
- позбутися грецькою - ξεφορτωθεί, να απαλλαγούμε από, ξεφορτώσου, απαλλαγούμε από, απαλλαγείτε από
Випадкові слова
Позбавте грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Переклади: στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από