Поліпшувати грецькою
Переклад: поліпшувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
βελτίωση, υψώνω, σηκώνω, ανυψώνω, βελτιώνω, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: поліпшувати
поліпшувати мовний словник грецька, поліпшувати грецькою
Переклади
- поліпшити грецькою - βελτίωση, αναμόρφωση, βελτιώνω, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
- поліпшитися грецькою - βελτιώνω, να ενισχυθεί, να ενισχυθούν, να βελτιωθεί, να αυξηθεί, ενισχυθεί
- поліпшує грецькою - βελτιώνει, βελτιώνει την, βελτιώνεται, βελτιώνει τη, βελτίωση
- поліровка грецькою - στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά
Випадкові слова
Поліпшувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: βελτίωση, υψώνω, σηκώνω, ανυψώνω, βελτιώνω, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν
Переклади: βελτίωση, υψώνω, σηκώνω, ανυψώνω, βελτιώνω, βελτίωση της, βελτιώσει, τη βελτίωση, βελτιώσουν