Помішування грецькою
Переклад: помішування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συνταρακτικός, ανακάτεμα, ανάδευση, η ανάδευση, ανάδευσης, υπό ανάδευση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: помішування
помішування мовний словник грецька, помішування грецькою
Переклади
- помічник грецькою - ακόλουθος, βοηθός, επικουρικός, θυγατρική, υποβοηθητικός, βοηθό, βοηθού, ...
- помішаний грецькою - θύλακας, σακούλα, μικτός, μικτή, μικτό, μικτών, μικτού
- поміщати грецькою - παρέχω, παραχωρώ, που, τεθεί, θέσει, βάλει, βάλετε
- поміщатись грецькою - ανήκω, έρθετε σε, να έρθετε σε, έρθει σε, έρθουν σε, πάρει στο
Випадкові слова
Помішування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συνταρακτικός, ανακάτεμα, ανάδευση, η ανάδευση, ανάδευσης, υπό ανάδευση
Переклади: συνταρακτικός, ανακάτεμα, ανάδευση, η ανάδευση, ανάδευσης, υπό ανάδευση