Поправний грецькою
Переклад: поправний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ηθικολόγος, ενάρετος, ηθικός, δυνάμενος να ανασωθεί, ανακτήσιμου, ανακτήσιμος, ανασωθεί, να ανασωθεί
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: поправний
непоправний брак, поправний мовний словник грецька, поправний грецькою
Переклади
- поправка грецькою - διόρθωση, διόρθωμα, τροποποίηση, τροπολογία, τροπολογίας, τροποποίησης, την τροπολογία
- поправляти грецькою - τροποποιώ, ρυθμίζω, προσαρμόζω, σωστός, ακριβής, ορθός, σωστή, ...
- попрохати грецькою - ικετεύω, παρακαλώ, ζητιανεύω, ζητώ, ρωτήσω, ζητήσει από, να ζητήσει
- популяризація грецькою - εκλαΐκευση, την εκλαΐκευση, εκλαΐκευσης, της εκλαΐκευσης
Випадкові слова
Поправний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ηθικολόγος, ενάρετος, ηθικός, δυνάμενος να ανασωθεί, ανακτήσιμου, ανακτήσιμος, ανασωθεί, να ανασωθεί
Переклади: ηθικολόγος, ενάρετος, ηθικός, δυνάμενος να ανασωθεί, ανακτήσιμου, ανακτήσιμος, ανασωθεί, να ανασωθεί