Порив грецькою
Переклад: порив, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
τρέχω, συντρίβω, ορμέμφυτος, ραντίζω, φύσημα, ριπή, ριπή Ανέμου, ριπή Ανέμου που, ριπή Ανέμου που έχει
Інші мови
Споріднені слова: порив
порив черкаси, прорив труби, порыв ветра, порив душі, порив водопроводу, порив мовний словник грецька, порив грецькою
Переклади
- порей грецькою - πράσα, τα πράσα, πράσων, πράσο, πράσα που
- порепатися грецькою - ράγισμα, ραγίζω, σπάζω, ρωγμή, porepatysya
- поривання грецькою - θέρμη, φιλοδοξίες, προσδοκίες, επιδιώξεις, τις φιλοδοξίες, τις προσδοκίες
- пориви грецькою - παρορμήσεις, ερεθίσματα, ωθήσεις, ώσεις, ώσεων
Випадкові слова
Порив грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: τρέχω, συντρίβω, ορμέμφυτος, ραντίζω, φύσημα, ριπή, ριπή Ανέμου, ριπή Ανέμου που, ριπή Ανέμου που έχει
Переклади: τρέχω, συντρίβω, ορμέμφυτος, ραντίζω, φύσημα, ριπή, ριπή Ανέμου, ριπή Ανέμου που, ριπή Ανέμου που έχει