Поринати грецькою
Переклад: поринати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
απότομος, βουτώ, καταγώγιο, θάβω, απόκρημνος, καταδύομαι, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: поринати
поринати перевод, поринати мовний словник грецька, поринати грецькою
Переклади
- поривчастий грецькою - ταραγμένος, ασταθής, κυματώδης, παρουσιάζει διακοπές, ακανόνιστη, παρουσιάζουν διακοπές
- поривши грецькою - χαστούκι, ραπίζω, ορμέμφυτος, poryvshy
- поринути грецькою - καταγώγιο, καταδύομαι, βουτώ, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, ...
- пористий грецькою - σπογγώδης, μουσική, πορώδης, πορώδες, πορώδη, πορώδους, πορώδεις
Випадкові слова
Поринати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: απότομος, βουτώ, καταγώγιο, θάβω, απόκρημνος, καταδύομαι, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση
Переклади: απότομος, βουτώ, καταγώγιο, θάβω, απόκρημνος, καταδύομαι, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση