Породити грецькою
Переклад: породити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
γεννοβολώ, γεννώ, προέρχομαι, παράγω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει
Інші мови
Споріднені слова: породити
породити мовний словник грецька, породити грецькою
Переклади
- породження грецькою - γέννηση, αναπαραγωγή, τεκνοποίηση, τεκνοποιία, τεκνοποίησης
- породжувати грецькою - φυτρώνω, γεννώ, προέρχομαι, βλαστάνω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, ...
- порожистий грецькою - καταρράκτης, Rapids, ορμητικά, ορμητικά σημεία ποταμού, ορμητικά σημεία
- порожнеча грецькою - κούφιος, κοίλος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, κενότητα, κενό, κενού, ...
Випадкові слова
Породити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: γεννοβολώ, γεννώ, προέρχομαι, παράγω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει
Переклади: γεννοβολώ, γεννώ, προέρχομαι, παράγω, παράγουν, δημιουργούν, δημιουργήσουν, δημιουργήσει, παράγει