Посилюватися грецькою
Переклад: посилюватися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιδεινώνω, επίφοβος, οξύνω, εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: посилюватися
посилюватися мовний словник грецька, посилюватися грецькою
Переклади
- посилювати грецькою - οξύνω, εξοργίζω, επίφοβος, επιδεινώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ...
- посилюватись грецькою - αυξάνομαι, μεγαλώνω, ενισχυθεί, ενισχύθηκε, ενισχυθούν, ενισχύεται, ενισχυμένη
- посиніло грецькою - γύρισε, μετατραπεί, αποδείχθηκε, ενεργοποιημένη, μετατράπηκε
- посипання грецькою - ράντισμα, κοσκίνισμα, το κοσκίνισμα, κοσκινίσματος, κοσκίνιση
Випадкові слова
Посилюватися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιδεινώνω, επίφοβος, οξύνω, εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν
Переклади: επιδεινώνω, επίφοβος, οξύνω, εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν