Послаблювати грецькою
Переклад: послаблювати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μελαγχολώ, κατευνάζω, ανακουφίζω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: послаблювати
послаблювати мовний словник грецька, послаблювати грецькою
Переклади
- послабити грецькою - παραλύω, εξαντλώ, λασκάρω, ζουμί, χυμός, μολάρω, ευκολία, ...
- послаблення грецькою - σκυταλοδρομία, χαλάρωση, χαλάρωσης, ξεκούραση, τη χαλάρωση, ξεκούρασης
- послабляти грецькою - μειώνω, θρησκεία, κοπάζω, μελαγχολώ, μικραίνω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, ...
- посланець грецькою - πρέσβης, πρεσβευτής, αγγελιοφόρος, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου
Випадкові слова
Послаблювати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μελαγχολώ, κατευνάζω, ανακουφίζω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Переклади: μελαγχολώ, κατευνάζω, ανακουφίζω, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει